θιπόβρωτος

θιπόβρωτος
και θριπόβρωτος θιπόβρωτος και θριπόβρωτος, -ον (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «ὁ ὑπὸ σητῶν βεβρωμένος», σκωροφαγωμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. θριπόβρωτος < θριψ, -πός «σαράκι» + -βρωτος (< βι-βρώ-σκω), πρβλ. ιχθυό-βρωτος, φθειρό-βρωτος. Ο τ. θιπόβρωτος με προληπτική ανομοιωτική σίγηση τού ρ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”